- ὑφάλου
- ὕφαλοςunder the seamasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποίδησις — ἀποίδησις, η (Α) [αποιδώ] φρ. «ἀποίδησις ὑφάλου γῆς» ανύψωση του εδάφους … Dictionary of Greek
πλάτη — I Νησί στη δυτική ακτή της Άνδρου, στη συστάδα των Γαυριονησιών. Tην ίδια ονομασία έχει στα ελληνικά και το νησί Γιασύ Αντά της Προποντίδας, στη συστάδα των Πριγκιπόνησων. II Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην … Dictionary of Greek
υφαλοδείκτης — και υφαλοδείχτης, ο, Ν φωτεινός σημαντήρας που επισημαίνει τη θέση ενός υφάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + δείκτης] … Dictionary of Greek
φανός — I Το μεγαλύτερο νησί της συστάδας των Οθωνών. Bλ. λ. Οθωνοί. II Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.) του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 375), στην επαρχία Παιονίας του… … Dictionary of Greek
ωκεανολογία — Κλάδος της γεωμορφολογίας, ο οποίος έχει ως αντικείμενο μελέτης τον υδροχώρο των ωκεανών. Συγκεκριμένα εξετάζει τη διαμόρφωση των μεγάλων ωκεάνιων λεκανών και ειδικότερα ενδιαφέρεται για τις φυσικές και χημικές ιδιότητες των θαλασσίων υδάτων, για … Dictionary of Greek
βαθυλιθολογικοί χάρτες — Ειδικοί ναυτικοί χάρτες που υποδεικνύουν το βάθος της θάλασσας (σε μέτρα ή οργιές), σε συνδυασμό με την πετρογραφική σύσταση του πυθμένα. Αποτελούν σημαντικό βοήθημα για τους κυβερνήτες πλοίων, ώστε να επιτύχουν την ασφαλή προσέγγιση σε ρηχά νερά … Dictionary of Greek